- κυθηγενής
- κυθηγενής, -ές (Α)αυτός που γεννήθηκε κρυφά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυθ- τού κεύθω «κρύβω, κρατώ κάτι κρυφό» -γενής (< γένος)το -η- τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη-γενής, θεη-γενής)].
Dictionary of Greek. 2013.